-
1 καταβιβάζω
καταβῐβ-άζω, causal of καταβαίνω,A make to go down, bring down,τινὰ ἀπὸ τῆς πυρῆς Hdt.1.87
, cf. 86; ;στρατιώτας.. εἰς τὴν Χώραν τῶν Φρυγῶν Hell.Oxy. 16.3
;τὴν πόλιν πρὸς τὴν θάλασσαν Plu.Them.4
; bring from town to country, Id.Cam.10; down into a mine, Th.7.86, Plu.2.262d: metaph., bring down, lower,κ. σεαυτὸν ἀπὸ αὐχημάτων εἰς τὸ δημοτικώτερον D.H.7.45
:—[voice] Pass.,κωμῳδία -βιβασθεῖσα εἰς τὸ λογοειδές Str.1.2.6
.2 force to come down,εἰς τὸ ὁμαλὸν τὸ στρατόπεδον X.HG4.6.7
, cf. Th.5.65; drive away, Hp.Prorrh.1.143.II bring down,τὴν διήγησιν ἐπὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ πρώτου Φοινικικοῦ πολέμου D.H.1.8
;τὸν λόγον ἐπὶ τὰ νῦν καθεστῶτα Luc.Rh.Pr.20
.IV Astron., ὁ -βιβάζων (sc. σύνδεσμος ) the descending node, Vett.Val.30.6, Procl.Hyp.5.101.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβιβάζω
См. также в других словарях:
κατεβάζω — (AM καταβιβάζω, Μ και κατεβάζω και καταβάζω και κατηβάζω) 1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον ή κάτι από υψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «κατέβασα τις παλιές καρέκλες στο υπόγειο» β. «καταβιβάσας τὸν Κροῑσον ἀπὸ τῆς πυρῆς», Ηρόδ.) 2. φέρνω από τα μεσόγεια… … Dictionary of Greek